ἐκφανεῖτ'

ἐκφανεῖτ'
ἐκφανεῖτε , ἐκφαίνω
bring to light
aor opt pass 2nd pl
ἐκφανεῖτε , ἐκφαίνω
bring to light
aor subj pass 2nd pl (epic)
ἐκφανεῖτε , ἐκφαίνω
bring to light
fut ind act 2nd pl (attic epic)
ἐκφανεῖται , ἐκφαίνω
bring to light
fut ind mid 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”